- φαρμακοποιος
- φαρμακοποιόςφαρμᾰκο-ποιός2приготовляющий снадобья или волшебные зелья
(ἔθνος, sc. Τυρρηνῶν Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔθνος, sc. Τυρρηνῶν Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαρμακοποιός — ο και η / φαρμακοποιός, όν, ΝΑ παρασκευαστής φαρμάκων νεοελλ. 1. επιστήμονας ειδικευμένος στη φαρμακευτική, ο οποίος έχει την ευθύνη για την εκτέλεση τών συνταγών γιατρών, οδοντιάτρων και κτηνιάτρων και για την παρασκευή δοσολογικών μορφών… … Dictionary of Greek
φαρμακοποιός — ο, η 1. ο επιστήμονας της φαρμακευτικής που εκτελεί ιατρικές συνταγές. 2. βαθμός αξιωματικού του υγειονομικού σώματος αντίστοιχος με το βαθμό του λοχαγού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμακοποιόν — φαρμακοποιός preparing drugs masc/fem acc sg φαρμακοποιός preparing drugs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακοποιούς — φαρμακοποιός preparing drugs masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance … Wikipedia
υποφαρμακοποιός — ο, Ν στρ. φαρμακοποιός τού στρατού, ισόβαθμος με τον υπολοχαγό τού στρατού ξηράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φαρμακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
αυτοκτονία — Η πράξη του να αφαιρέσει κανείς μόνος του και με τη θέλησή του τη ζωή του. Αυτό συμβαίνει με μια ορισμένη συχνότητα στους νευρασθενικούς και στους παράφρονες (σε αυτούς που πάσχουν από κατάθλιψη, μελαγχολία, πρόωρη γεροντική άνοια), με ποσοστά… … Dictionary of Greek
κηρωματίτης — κηρωματίτης, ὁ (Α) [κήρωμα] φαρμακοποιός ή γιατρός που τοποθετούσε έμπλαστρα με κερί … Dictionary of Greek
σπετσέρης — και σπετσιέρης, ο, Ν (ιδιωμ.) φαρμακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spezieri] … Dictionary of Greek